- μουνάρχου
- μόναρχοςmonarchmasc gen sg (ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνελευθερώ — όω, αττ. τ. ξυνελευθερῶ Α [ἐλευθερῶ / ώνω] 1. ελευθερώνω από κοινού από κάποιον («συνελευθεροῡν αὐτοὺς τοῡ μουνάρχου», Ηρόδ.) 2. απελευθερώνω («αὐτοί τε αὐτονομεῑσθε καὶ τοὺς ἄλλους ξυνελευθεροῡτε», Θουκ.) … Dictionary of Greek